υπερμεγέθη

υπερμεγέθη
aşırı büyüklükte

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπερμεγέθη — ὑπερμεγέθης exceedingly difficult neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερμεγέθης exceedingly difficult masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερμεγέθης exceedingly difficult masc/fem acc sg (attic epic doric) ὑ̱περμεγέθη ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπειρο- — (I) [ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι). Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και σημαίνει αυτόν που δεν έχει πείρα, δεν γνωρίζει, έχει άγνοια ως προς ό,τι δηλώνει το β συνθετικό της λέξης πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • υπέρπαχυς — εία, υ / ὑπέρπαχυς, εῑα, υ, ΝΜΑ [παχύς] υπερβολικά παχύς, τετράπαχος μσν. αρχ. (για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερμεγέθης — υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αρχ. (για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος. επίρρ... ὑπερμεγέθως ΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • Έντινγκτον, Άρθουρ Στάνλεϊ — Arthur Stanley Eddington, Κένταλ 1882 – Λονδίνο 1944). Άγγλος μαθηματικός και φυσικός. Σπούδασε στο κολέγιο Όουεν, στο Μάντσεστερ, και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα μαθηματικά στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Σύντομα, στράφηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κοσίμπα, Μασατόσι — (Masatoshi Koshiba, Τογιοχάσι, Ιαπωνία 1926 –). Ιάπωνας φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1951 και το 1955 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη φυσική στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ των ΗΠΑ. Το 1970 ανακηρύχθηκε καθηγητής φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • υπερμεγέθης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει υπερβολικό μέγεθος, υπέρογκος: Τα δεξαμενόπλοια είναι υπερμεγέθη πλοία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”